καθαίρεσις

καθαίρεσις
2506 καθαίρεσις
{сущ., 3}
разрушение, снос, уничтожение (2Кор. 10:4, 8; 13:10).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "καθαίρεσις" в других словарях:

  • καθαίρεσις — pulling down fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρέσει — καθαίρεσις pulling down fem nom/voc/acc dual (attic epic) καθαιρέσεϊ , καθαίρεσις pulling down fem dat sg (epic) καθαίρεσις pulling down fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρέσεις — καθαίρεσις pulling down fem nom/voc pl (attic epic) καθαίρεσις pulling down fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρέσεσι — καθαίρεσις pulling down fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρέσεσιν — καθαίρεσις pulling down fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαιρέσιος — καθαίρεσις pulling down fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαίρεσιν — καθαίρεσις pulling down fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαίρεση — η (AM καθαίρεσις) [καθαιρῶ] αφαίρεση αξιώματος, έκπτωση, έξωση, απομάκρυνση από αξίωμα νεοελλ. φρ. «στρατιωτική καθαίρεση» αφαίρεση στρατιωτικού αξιώματος αρχ. 1. κατεδάφιση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα («περὶ δὲ τῶν τειχών τής καθαιρέσεως οὐδεὶς… …   Dictionary of Greek

  • catéresis — (Del gr. kathairesis, destrucción.) ► sustantivo femenino 1 MEDICINA Debilidad o extenuación provocada por un medicamento. IRREG. plural cateresis 2 MEDICINA Acción cáustica moderada. * * * catéresis (del gr. «kathaíresis», destrucción) f. Med.… …   Enciclopedia Universal

  • Антракитис, Мефодиос — …   Википедия

  • καθάρεσις — καθάρεσις, ιος, ἡ (Α) επιγρ. πιθ. δωρ. τ. αντί καθάρισις* («στέγας καθαρέσιος» τού καθαρισμού τής στέγης), αν δεν είναι εσφ. ανάγνωση αντί καθαίρεσις, γκρέμισμα, κατεδάφιση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»